- λοπαρπαγίδης
- λοπαρπαγίδης, ὁ (Α)(κωμικό επίθετο παρασίτου και φιλοσόφου) αυτός που αρπάζει τις γεμάτες φαγητό πιατέλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, -άδος «πιατέλα» + ἅρπας, -αγ-ος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοπαδάγχης — λοπαδάγχης, ὁ (Α) ο λοπαρπαγιδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδος «πιατέλα» + άγχης (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. κυνάγχης, λεοντ άγχης] … Dictionary of Greek